βουλεία

βουλεία
βουλείᾱ , βουλεία
office of councillor
fem nom/voc/acc dual
βουλείᾱ , βουλεία
office of councillor
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βουλεία — βουλεία, η (Α) [βουλεύω] το αξίωμα του βουλευτή …   Dictionary of Greek

  • βουλεῖα — βουλεῖον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλείας — βουλείᾱς , βουλεία office of councillor fem acc pl βουλείᾱς , βουλεία office of councillor fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλείαν — βουλείᾱν , βουλεία office of councillor fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλεύω — (AM βουλεύω) Ι. συμβουλεύω αρχ. 1. σκέπτομαι, κρίνω 2. σχεδιάζω, προετοιμάζω, μηχανεύομαι 3. αποφασίζω να κάνω κάτι 4. είμαι μέλος της βουλής II. βουλεύομαι (AM βουλεύομαι) 1. σκέπτομαι, μελετώ 2. συσκέπτομαι με άλλους και αποφασίζω μσν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”